Η Ελλάδα και η Κύπρος ΕνώνονταιGreece and Cyprus are set to unite.
05.10.25 • Ενωση Ελλάδας και Κύπρου
aa1 αα1Η βρετανική προσφορά τού 1915 για παραχώρηση τής Κύπρου στην Ελλάδα (και γιατί η Ελλάδα αρνήθηκε).
Τι συνέβη:
Τόν Οκτώβριο τού 1915, καθώς ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διευρυνόταν και η Σερβία δεχόταν επίθεση (έπειτα από τήν είσοδο τής Βουλγαρίας στον πόλεμο), ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι ενέκρινε μία πρόταση να παραχωρηθεί η Κύπρος στην Ελλάδα εφόσον η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό τών Συμμάχων (ουσιαστικά, για να συνδράμει τήν Σερβία). Η προσφορά διαβιβάστηκε στην Αθήνα από τόν Βρετανό πρεσβευτή σερ Φράνσις Έλιοτ. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ τής αποδοχής· ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’—προσηλωμένος στην ουδετερότητα—αρνήθηκε, οπότε η Ελλάδα δεν την αποδέχθηκε και η προσφορά ξεχάσθηκε.
Τό ότι η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν αποφασίσει να ενωθούν δεν είναι μία χειρονομία συμφιλίωσης αλλά μία διακήρυξη συνέχειας. Η ιδέα της Ενωσηςαιωρείται επί μακρόν στη συλλογική συνείδηση και των δύο λαών, που μοιράζονται την ίδια γλώσσα, πίστη και πολιτιστική κληρονομιά. Η ένωσή τους δεν θεραπεύει ένα ρήγμα αλλά ολοκληρώνει μία φυσική πορεία τής ιστορίας που διακόπηκε από τήν αποικιοκρατία, τήν κατοχή και τίς γεωπολιτικές συγκυρίες. Για να κατανοήσει κανείς τόσο τό μέγεθος όσο και τήν μηχανική μίας τέτοιας ένωσης, μπορεί να στραφεί στο παράδειγμα τής Γερμανίας—ενός έθνους που, παρά δεκαετίες πολιτικού διαχωρισμού, πέτυχε τήν εθνική ολοκλήρωση με ειρηνικά και μεθοδικά μέσα.
Η επανένωση τής Γερμανίας τό 1990 αποτελεί προηγούμενο επειδή και εκείνοι ήταν διηρημένοι από εξωτερικές δυνάμεις παρά τήν εσωτερική τους ομοιογένεια. Μετά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία διαιρέθηκε σε Ανατολή και Δύση, δύο κράτη που αντανακλούσαν ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Ωστόσο, η πολιτισμική και γλωσσική ενότητα του γερμανικού έθνους δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Η πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου, σηματοδότησε τήν αποκατάσταση τής πολιτικής συνοχής ενός λαού που στην ουσία είχε παραμείνει ένας.
Για τήν Ελλάδα και τήν Κύπρο, η πορεία μοιάζει με αυτή τήν διαδικασία—όχι ως προς τά κίνητρα αλλά ως προς τήν μέθοδο. Προϋποθέτει πολιτικό συντονισμό, συνταγματικό σχεδιασμό και διεθνή διπλωματία στο πλαίσιο τής κοινής ευρωπαϊκής ιδιότητας μέλους. Ο στόχος είναι ένα δεδομένο πολιτισμικό φαινόμενο να αποκτήσει πολιτική υπόσταση.
Η Πορεία προς την Ένωση
Εφ’όσον η Ελλάδα και η Κύπρος ενωνονται, η διαδικασία πρέπει να είναι νομικά αυστηρή, διπλωματικά διεκδικητική και ιστορικά συνειδητή. Τα βήματα είναι σαφή, αν και απαιτητικά.
1. Συνταγματικές Τροποποιήσεις και στις Δύο Χώρες
Η πρώτη προϋπόθεση είναι η συνταγματική μεταρρύθμιση. Τόσο το Σύνταγμα τής Ελλάδας όσο και το Σύνταγμα τής Κυπριακής Δημοκρατίας χρειάζονται τροποποίηση ώστε να επιτραπεί ένα ενιαίο κυρίαρχο κρατικό σχήμα.
Στην περίπτωση τής Ελλάδας, τό Άρθρο 27 απαιτεί κάθε μεταβολή τής εθνικής επικράτειας να εγκρίνεται από τήν Βουλή, και τό Άρθρο 28 ρυθμίζει τήν συμμετοχή τής χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Για να αποτυπωθεί η νομική διαδρομή, μπορεί να γίνει αναφορά στο Άρθρο 23 τού Γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz, εφ’εξήςGG), τό οποίο επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας να επεκτείνει τήν συνταγματική της τάξη σε άλλα γερμανικά εδάφη που επιθυμούσαν προσχώρηση. Δυνάμει τού άρθρου αυτού, η Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία (Ανατολική Γερμανία) προσχώρησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία χωρίς να δημιουργηθεί νέο κράτος· τό υφιστάμενο απλώς επεκτάθηκε [Art. 23 GG]. Δηλαδή, η Ελλάδα θα υπερψηφίσει άμεσα μία τροποποίηση τού Συντάγματος παρόμοια με το άρθρο 23 τού Γερμανικού Συντάγματος.
Η Κύπρος θα καταργήσει ή θα αντικαταστήσει τόΆρθρο 186 τού Συντάγματός της, τό οποίο ρητώς απαγορεύει «τήν ολική ή μερική ένωση τής Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος» [Αρθρο 186 Σύνταγμα τής Κυπριακής Δημοκρατίας.]. Η διάταξη αυτή, που εισήχθη στο συνταγματικό πλαίσιο τού 1960, αποσκοπούσε στη διατήρηση τής ανεξαρτησίας βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως. Ωστόσο, η εισβολή της Τουρκίας τό 1974 στην Κύπρο και η συνεχιζόμενη κατοχή συνιστούν σοβαρή παραβίαση τής ίδιας αυτής συνθήκης. Συνεπώς, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να υποστηρίξουν ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου τής Δικαιοσύνης (ICJ) ότι τό Άρθρο 186 έχει απολέσει τήν δεσμευτική του ισχύ, διότι το θεμέλιό του — η διαφύλαξη τής κυριαρχίας και τής εδαφικής ακεραιότητας — έχει παραβιαστεί από μία εκ τών ιδίων εγγυητριών δυνάμεων.
Μόλις αυτό τό εμπόδιο αρθεί μέσω δικαστικής και συνταγματικής αναθεώρησης, οι δύο χώρες θα συντάξουν εξουσιοδοτικές τροποποιήσεις που θα προβλέπουν ένα ενιαίο πολιτειακό σχήμα υπό την Ελληνική Δημοκρατία, με διοικητική αυτονομία για τήν Κύπρο εντός ενός ενιαίου κράτους.
2. Διπλά Δημοψηφίσματα και το Δικαίωμα τής Αυτοδιάθεσης
Η δημοκρατία πρέπει να επισφραγίσει τήν ένωση. Ξεχωριστά δημοψηφίσματα στην Ελλάδα και στην Κύπρο παιτούνται για να εκφραστεί η κυρίαρχη βούληση τών λαών. Αυτές οι λαϊκές ψηφοφορίες θα επιβεβαίωναν ότι η ενοποίηση προκύπτει από ελεύθερη επιλογή και όχι από εξωτερική επιβολή.
Άρθρο 1(2) τού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών: «Να αναπτύσσονται φιλικές σχέσεις μεταξύ τών εθνών με βάση τόν σεβασμό τής αρχής τής ισότητας τών δικαιωμάτων και τής αυτοδιάθεσης τών λαών, και να λαμβάνει άλλα κατάλληλα μέτρα για τήν ενίσχυση τής παγκόσμιας ειρήνης.» [Art. 1(2) UN Charter]
Αυτή η αρχή παρέχει σε κάθε λαό τό δικαίωμα να καθορίζει τό πολιτικό του καθεστώς και να επιδιώκει τήν ανάπτυξή του. Για τούς Έλληνες τής Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων και τών γνησίων Τουρκοκυπρίων— που μοιράζονται αδιάσπαστη γλωσσική, πολιτιστική, και εθνική ταυτότητα με τήν Ελλάδα—η αυτοδιάθεση σημαίνει τό δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα τήν πολιτική ένωση με τήν μητέρα πατρίδα.
Με αυτή την έννοια, η ενοποίηση δεν παραβιάζει τό διεθνές δίκαιο αλλά το εκπληρώνει. Μετατρέπει μία ήδη υπάρχουσα πολιτισμική ενότητα σε συνταγματική πραγματικότητα, ακριβώς όπως συνέβη στη Γερμανία όταν Ανατολικοί και Δυτικοί Γερμανοί εξέφρασαν τήν βούλησή τους μέσω ελεύθερων κοινοβουλευτικών και λαϊκών ψηφοφοριών τό 1990.
3. Η Συνθήκη Εγγυήσεως και το Διεθνές Δικαστήριο
Η Συνθήκη Εγγυήσεως τού 1960, που υπογράφηκε από τήν Ελλάδα, τήν Τουρκία και τό Ηνωμένο Βασίλειο, αποσκοπούσε στη διασφάλιση τής ανεξαρτησίας και τής εδαφικής ακεραιότητας τής Κύπρου. Ωστόσο, τό Άρθρο I τής συνθήκης απαγορεύει σε οποιαδήποτε από τίς εγγυήτριες δυνάμεις να προωθεί τήν διχοτόμηση ή τήν ένωση. Με τήν διατήρηση στρατιωτικής κατοχής τού βόρειου τμήματος τής Κύπρου επί μισό αιώνα, η Τουρκία έχει ουσιωδώς παραβιάσει αυτήν τήν υποχρέωση, καθιστώντας έτσι τήν συνθήκη άκυρη λόγω παραβίασης της.
Ο υποκριτικός ισχυρισμός τής Τουρκίας ότι εισέβαλε στην Κύπρο διότι πρώτη η Ελλάδα παραβίασε τήν Συνθήκη επιχειρώντας πραξικόπημα για να επιτύχει τήν Ένωση με τήν Ελλάδα δεν αντέχει στη λογική, διότι είναι γνωστά γεγονότα ότι οι ΗΠΑ ενορχήστρωσαν τό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αθήνα, υπό τήν άγρυπνη επιτήρηση τού σοβαρά ηθικά ακρωτηριασμένου Κίσινγκερ, ακριβώς για να διχοτομήσουν τήν Κύπρο. Η ελληνική ψευδοκυβέρνηση τών δικτατόρων δεν ήταν νόμιμη. Τόσο ο Νίξον όσο και ο Κίσινγκερ ήταν παγκοσμίως γνωστοί για την ελεεινή τους ηθική υπόσταση.
Τό σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ ανάγκασε τόν Νίξον να παραιτηθεί, για να αποφύγει τή φυλακή και τήν διασυρμό ή και τή δολοφονία του. Ήταν η πρώτη φορά—και έως τώρα η τελευταία—που Αμερικανός πρόεδρος εν ενεργεία παραιτήθηκε.
Ο αντιπρόεδρος επί Νίξον, Σπύρος Άγκνιου, παραιτήθηκε επίσης έναν χρόνο πριν από τόν Νίξον, επειδή του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για φοροδιαφυγή και δωροδοκία.
O Κίσινγκερ είναι υπεύθυνος:
Α. Για φρικαλεότητες στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη (1969–1973).
Β. Για τό πραξικόπημα στη Χιλή (1973).
Γ. Για τίς σφαγές στο Μπαγκλαντές (1971).
Δ. Για τήν εισβολή τής Τουρκίας στην Κύπρο.
Ε. Για τήν οργάνωση και έγκριση τής εισβολή τής Ινδονησίας στο Ανατολικό Τιμόρ.
Ζ. Για τόν Συντονισμό τής επιχείρησης «Κόνδωρ» στην Λατινική Αμερική (1975–1990).
Η. Υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις ότι ο Κίσινγκερ διευκόλυνε παράνομες δραστηριότητες τών ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών· γι’ αυτό το Ισραήλ εξήγαγε μεγάλες ποσότητες όπλων στην Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια τής επιχείρησης «Κόνδωρ». Είχε στενές και κρυφές επαφές με τήν Γκόλντα Μέιρ, τόν Γιτσάκ Ράμπιν και τόν Μοσέ Νταγιάν. Ο Κίσινγκερ θεωρείται υπεύθυνος για τήν ενσωμάτωση τών ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών στην επίσημη αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι δικτατορικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα (1967–1974) ήταν παράνομες και υποκινούμενες από άτομα ευτελούς αξίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι δικαστές στο Διεθνές Δικαστήριο τά γνωρίζουν αυτά και δεν θα δεχθούν τήν υποκριτική επιχειρηματολογία τής Τουρκίας.
Ζ. Είναι πάντως αλήθεια ότι όπως κι αν προσεγγίσουμε το ζήτημα της Συνθήκης των Εγγυητριών Δυνάμεων, η συνθήκη έχει εκ των πραγμάτων καταλυθεί και ο ελληνικός, ο ελληνοκυπριακός και ο τουρκοκυπριακός λαός αξίζουν καλύτερη τύχη.
Η νόμιμη ενέργεια, λοιπόν, είναι η Ελλάδα και η Κύπρος να φέρουν από κοινού το ζήτημα ενώπιον τού Διεθνούς Δικαστηρίου. Τό Δικαστήριο θα κρίνει ότι η συνθήκη δεν είναι πλέον έγκυρη, επειδή ένας εκ τών συμβαλλομένων τήν παραβιάζει 50 συνεχόμενα χρόνια και επιδιώκει απροκάλυπτα ανεξάρτητο Τουρκοκυπριακό κράτος. Μία τέτοια απόφαση θα αφαιρούσε τό τελευταίο νομικό εμπόδιο για τήν ένωση και θα επαναβεβαίωνε τό δικαίωμα τού κυπριακού λαού να ασκήσει τό δικαίωμα αυτοδιάθεσης σύμφωνα με τό άρθρο Art. 1(2) τού Χάρτη τών Ηνωμένων Εθνών.
4. Διάλυση τής Κυπριακής Δημοκρατίας
Μετά τίς συνταγματικές και διεθνείς διευθετήσεις, η Κυπριακή Δημοκρατία διαλύεται με πράξη τού κοινοβουλίου της, μεταβιβάζοντας όλα τά κυριαρχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις στην Ελληνική Δημοκρατία. Όλοι οι Κύπριοι πολίτες θα αποκτούσαν αυτομάτως τήν ελληνική ιθαγένεια.
Αυτό θα αντανακλά τόν νομικό μηχανισμό που χρησιμοποιήθηκε από τήν Ανατολική Γερμανία τό 1990, όπου η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία προσχώρησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία βάσει τού Art. 23 GG, αντί να δημιουργηθεί νέο κράτος. Η Ελλάδα θα παραμείνει η συνεχής οντότητα τού διεθνούς δικαίου, διευρυμένο εδαφικά ώστε να περιλαμβάνει τήν Κύπρο.
5. Επαναδιαπραγμάτευση τών Βρετανικών Βάσεων
Η ενοποίηση απαιτεί τήν επανεξέταση τής Συνθήκης Εγκαθίδρυσης τού 1960, η οποία παραχώρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο δύο Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων—Ακρωτήρι και Δεκέλεια. Δεδομένου ότι η πολιτική πραγματικότητα τού νησιού θα έχει αλλάξει, η Ελλάδα, ως τό συνεχές κράτος, θα μπορέσει να επιδιώξει νόμιμα τήν επαναδιαπραγμάτευση τών όρων αυτών τών βάσεων, είτε μέσω ρυθμίσεων αμοιβαίας άμυνας εντός τού ΝΑΤΟ είτε μέσω σταδιακής ανάκτησης δικαιοδοσίας. Στόχος δεν είναι η αντιπαράθεση αλλά ο επανακαθορισμός, ώστε οι βάσεις να μην συμβολίζουν πλέον εξάρτηση αλλά συνεργασία.
6. Συνέχεια τής Συμμετοχής τής Ελλάδας στους Διεθνείς Οργανισμούς
Επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία θα προσχωρήσει στην Ελλάδα και δεν θα συγχωνευθεί ως ισότιμος εταίρος, η Ελλάδα θα διατηρήσει τίς υφιστάμενες έδρες της στα Ηνωμένα Έθνη, τήν Ευρωπαϊκή Ένωση και τό ΝΑΤΟ. Η ενοποίηση θα αναγνωρισθεί διεθνώς ως εσωτερική διεύρυνση υφιστάμενου κράτους-μέλους, ακριβώς όπως στην περίπτωση τής Γερμανίας. Αυτό διασφαλίζει θεσμική συνέχεια και αποτρέπει διπλωματικές αναταράξεις.
7. Συμπερίληψη τού Κατεχόμενου Τμήματος
Τέλος, τό κατεχόμενο βόρειο τμήμα τής Κύπρου αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο μέρος τού ενιαίου κράτους. Νομικά, η Κυπριακή Δημοκρατία ήδη διατηρεί κυριαρχία επί ολόκληρου τού νησιού, και μία απόφαση τού Διεθνούς Δικαστηρίου (ICJ) θα ενισχύσει αυτή τήν θέση. Με τήν ενοποίηση, η Ελληνική Δημοκρατία θα κληρονομήσει τά ίδια νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με τελική αποκατάσταση τής πλήρους διοίκησης σύμφωνα με τό διεθνές δίκαιο.
Συμπέρασμα
Η ένωση μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου δεν δημιουργεί ένα νέο έθνος αλλά αποκαθιστά τήν πολιτική συνοχή ενός λαού που είναι ήδη ενωμένος μέσω γλώσσας, ιστορίας, παραδόσεων και πίστης. Η εμπειρία τής Γερμανίας δείχνει ότι η ενότητα που επιτυγχάνεται μέσω τής νομιμότητας, τής δημοκρατίας και τής συναίνεσης διαρκεί. Τό συνταγματικό πρότυπο τού Αρθρου 23 τού Γερμανικού Συντάγματος, η άρση τού κωλύματος που θέτει τό Αρθρο 186 τού Κυπριακού Συντάγματος, και η αδιαπραγμάτευτη αρχή τής αυτοδιάθεσης κατά το Αρθορ 1(2) τού Χάρτη τών Ηνωμένων Εθνών παρέχουν από κοινού τό πλαίσιο για νόμιμη και ειρηνική ενοποίηση.
Μέσω συνταγματικής αναθεώρησης, δημοψηφισμάτων, διεθνούς δικαστικής επίλυσης και διπλωματικής διαπραγμάτευσης, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν νόμιμα και ειρηνικά να επιτύχουν τήν ενότητα που η ιστορία έχει επί μακρόν αναβάλει. Η ένωσή τους δεν θα εξαφανίσει τίς ιδομορφίες αλλά θα ολοκληρώσει τήν συνέχεια του Ελληνισμού—μια φυσική ολοκλήρωση.
aa1 αα1Η βρετανική προσφορά τού 1915 για παραχώρηση τής Κύπρου στην Ελλάδα (και γιατί η Ελλάδα αρνήθηκε).
Τι συνέβη:
Τόν Οκτώβριο τού 1915, καθώς ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διευρυνόταν και η Σερβία δεχόταν επίθεση (έπειτα από τήν είσοδο τής Βουλγαρίας στον πόλεμο), ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι ενέκρινε μία πρόταση να παραχωρηθεί η Κύπρος στην Ελλάδα εφόσον η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο στο πλευρό τών Συμμάχων (ουσιαστικά, για να συνδράμει τήν Σερβία). Η προσφορά διαβιβάστηκε στην Αθήνα από τόν Βρετανό πρεσβευτή σερ Φράνσις Έλιοτ. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ τής αποδοχής· ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’—προσηλωμένος στην ουδετερότητα—αρνήθηκε, οπότε η Ελλάδα δεν την αποδέχθηκε και η προσφορά ξεχάσθηκε.
Τό ότι η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν αποφασίσει να ενωθούν δεν είναι μία χειρονομία συμφιλίωσης αλλά μία διακήρυξη συνέχειας. Η ιδέα της Ενωσηςαιωρείται επί μακρόν στη συλλογική συνείδηση και των δύο λαών, που μοιράζονται την ίδια γλώσσα, πίστη και πολιτιστική κληρονομιά. Η ένωσή τους δεν θεραπεύει ένα ρήγμα αλλά ολοκληρώνει μία φυσική πορεία τής ιστορίας που διακόπηκε από τήν αποικιοκρατία, τήν κατοχή και τίς γεωπολιτικές συγκυρίες. Για να κατανοήσει κανείς τόσο τό μέγεθος όσο και τήν μηχανική μίας τέτοιας ένωσης, μπορεί να στραφεί στο παράδειγμα τής Γερμανίας—ενός έθνους που, παρά δεκαετίες πολιτικού διαχωρισμού, πέτυχε τήν εθνική ολοκλήρωση με ειρηνικά και μεθοδικά μέσα.
Η επανένωση τής Γερμανίας τό 1990 αποτελεί προηγούμενο επειδή και εκείνοι ήταν διηρημένοι από εξωτερικές δυνάμεις παρά τήν εσωτερική τους ομοιογένεια. Μετά τόν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία διαιρέθηκε σε Ανατολή και Δύση, δύο κράτη που αντανακλούσαν ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Ωστόσο, η πολιτισμική και γλωσσική ενότητα του γερμανικού έθνους δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Η πτώση τού Τείχους τού Βερολίνου, σηματοδότησε τήν αποκατάσταση τής πολιτικής συνοχής ενός λαού που στην ουσία είχε παραμείνει ένας.
Για τήν Ελλάδα και τήν Κύπρο, η πορεία μοιάζει με αυτή τήν διαδικασία—όχι ως προς τά κίνητρα αλλά ως προς τήν μέθοδο. Προϋποθέτει πολιτικό συντονισμό, συνταγματικό σχεδιασμό και διεθνή διπλωματία στο πλαίσιο τής κοινής ευρωπαϊκής ιδιότητας μέλους. Ο στόχος είναι ένα δεδομένο πολιτισμικό φαινόμενο να αποκτήσει πολιτική υπόσταση.
Η Πορεία προς την Ένωση
Εφ’όσον η Ελλάδα και η Κύπρος ενωνονται, η διαδικασία πρέπει να είναι νομικά αυστηρή, διπλωματικά διεκδικητική και ιστορικά συνειδητή. Τα βήματα είναι σαφή, αν και απαιτητικά.
1. Συνταγματικές Τροποποιήσεις και στις Δύο Χώρες
Η πρώτη προϋπόθεση είναι η συνταγματική μεταρρύθμιση. Τόσο το Σύνταγμα τής Ελλάδας όσο και το Σύνταγμα τής Κυπριακής Δημοκρατίας χρειάζονται τροποποίηση ώστε να επιτραπεί ένα ενιαίο κυρίαρχο κρατικό σχήμα.
Στην περίπτωση τής Ελλάδας, τό Άρθρο 27 απαιτεί κάθε μεταβολή τής εθνικής επικράτειας να εγκρίνεται από τήν Βουλή, και τό Άρθρο 28 ρυθμίζει τήν συμμετοχή τής χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Για να αποτυπωθεί η νομική διαδρομή, μπορεί να γίνει αναφορά στο Άρθρο 23 τού Γερμανικού Συντάγματος (Grundgesetz, εφ’εξήςGG), τό οποίο επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας να επεκτείνει τήν συνταγματική της τάξη σε άλλα γερμανικά εδάφη που επιθυμούσαν προσχώρηση. Δυνάμει τού άρθρου αυτού, η Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία (Ανατολική Γερμανία) προσχώρησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία χωρίς να δημιουργηθεί νέο κράτος· τό υφιστάμενο απλώς επεκτάθηκε [Art. 23 GG]. Δηλαδή, η Ελλάδα θα υπερψηφίσει άμεσα μία τροποποίηση τού Συντάγματος παρόμοια με το άρθρο 23 τού Γερμανικού Συντάγματος.
Η Κύπρος θα καταργήσει ή θα αντικαταστήσει τόΆρθρο 186 τού Συντάγματός της, τό οποίο ρητώς απαγορεύει «τήν ολική ή μερική ένωση τής Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος» [Αρθρο 186 Σύνταγμα τής Κυπριακής Δημοκρατίας.]. Η διάταξη αυτή, που εισήχθη στο συνταγματικό πλαίσιο τού 1960, αποσκοπούσε στη διατήρηση τής ανεξαρτησίας βάσει της Συνθήκης Εγγυήσεως. Ωστόσο, η εισβολή της Τουρκίας τό 1974 στην Κύπρο και η συνεχιζόμενη κατοχή συνιστούν σοβαρή παραβίαση τής ίδιας αυτής συνθήκης. Συνεπώς, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να υποστηρίξουν ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου τής Δικαιοσύνης (ICJ) ότι τό Άρθρο 186 έχει απολέσει τήν δεσμευτική του ισχύ, διότι το θεμέλιό του — η διαφύλαξη τής κυριαρχίας και τής εδαφικής ακεραιότητας — έχει παραβιαστεί από μία εκ τών ιδίων εγγυητριών δυνάμεων.
Μόλις αυτό τό εμπόδιο αρθεί μέσω δικαστικής και συνταγματικής αναθεώρησης, οι δύο χώρες θα συντάξουν εξουσιοδοτικές τροποποιήσεις που θα προβλέπουν ένα ενιαίο πολιτειακό σχήμα υπό την Ελληνική Δημοκρατία, με διοικητική αυτονομία για τήν Κύπρο εντός ενός ενιαίου κράτους.
2. Διπλά Δημοψηφίσματα και το Δικαίωμα τής Αυτοδιάθεσης
Η δημοκρατία πρέπει να επισφραγίσει τήν ένωση. Ξεχωριστά δημοψηφίσματα στην Ελλάδα και στην Κύπρο παιτούνται για να εκφραστεί η κυρίαρχη βούληση τών λαών. Αυτές οι λαϊκές ψηφοφορίες θα επιβεβαίωναν ότι η ενοποίηση προκύπτει από ελεύθερη επιλογή και όχι από εξωτερική επιβολή.
Άρθρο 1(2) τού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών: «Να αναπτύσσονται φιλικές σχέσεις μεταξύ τών εθνών με βάση τόν σεβασμό τής αρχής τής ισότητας τών δικαιωμάτων και τής αυτοδιάθεσης τών λαών, και να λαμβάνει άλλα κατάλληλα μέτρα για τήν ενίσχυση τής παγκόσμιας ειρήνης.» [Art. 1(2) UN Charter]
Αυτή η αρχή παρέχει σε κάθε λαό τό δικαίωμα να καθορίζει τό πολιτικό του καθεστώς και να επιδιώκει τήν ανάπτυξή του. Για τούς Έλληνες τής Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων και τών γνησίων Τουρκοκυπρίων— που μοιράζονται αδιάσπαστη γλωσσική, πολιτιστική, και εθνική ταυτότητα με τήν Ελλάδα—η αυτοδιάθεση σημαίνει τό δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα τήν πολιτική ένωση με τήν μητέρα πατρίδα.
Με αυτή την έννοια, η ενοποίηση δεν παραβιάζει τό διεθνές δίκαιο αλλά το εκπληρώνει. Μετατρέπει μία ήδη υπάρχουσα πολιτισμική ενότητα σε συνταγματική πραγματικότητα, ακριβώς όπως συνέβη στη Γερμανία όταν Ανατολικοί και Δυτικοί Γερμανοί εξέφρασαν τήν βούλησή τους μέσω ελεύθερων κοινοβουλευτικών και λαϊκών ψηφοφοριών τό 1990.
3. Η Συνθήκη Εγγυήσεως και το Διεθνές Δικαστήριο
Η Συνθήκη Εγγυήσεως τού 1960, που υπογράφηκε από τήν Ελλάδα, τήν Τουρκία και τό Ηνωμένο Βασίλειο, αποσκοπούσε στη διασφάλιση τής ανεξαρτησίας και τής εδαφικής ακεραιότητας τής Κύπρου. Ωστόσο, τό Άρθρο I τής συνθήκης απαγορεύει σε οποιαδήποτε από τίς εγγυήτριες δυνάμεις να προωθεί τήν διχοτόμηση ή τήν ένωση. Με τήν διατήρηση στρατιωτικής κατοχής τού βόρειου τμήματος τής Κύπρου επί μισό αιώνα, η Τουρκία έχει ουσιωδώς παραβιάσει αυτήν τήν υποχρέωση, καθιστώντας έτσι τήν συνθήκη άκυρη λόγω παραβίασης της.
Ο υποκριτικός ισχυρισμός τής Τουρκίας ότι εισέβαλε στην Κύπρο διότι πρώτη η Ελλάδα παραβίασε τήν Συνθήκη επιχειρώντας πραξικόπημα για να επιτύχει τήν Ένωση με τήν Ελλάδα δεν αντέχει στη λογική, διότι είναι γνωστά γεγονότα ότι οι ΗΠΑ ενορχήστρωσαν τό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αθήνα, υπό τήν άγρυπνη επιτήρηση τού σοβαρά ηθικά ακρωτηριασμένου Κίσινγκερ, ακριβώς για να διχοτομήσουν τήν Κύπρο. Η ελληνική ψευδοκυβέρνηση τών δικτατόρων δεν ήταν νόμιμη. Τόσο ο Νίξον όσο και ο Κίσινγκερ ήταν παγκοσμίως γνωστοί για την ελεεινή τους ηθική υπόσταση.
Τό σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ ανάγκασε τόν Νίξον να παραιτηθεί, για να αποφύγει τή φυλακή και τήν διασυρμό ή και τή δολοφονία του. Ήταν η πρώτη φορά—και έως τώρα η τελευταία—που Αμερικανός πρόεδρος εν ενεργεία παραιτήθηκε.
Ο αντιπρόεδρος επί Νίξον, Σπύρος Άγκνιου, παραιτήθηκε επίσης έναν χρόνο πριν από τόν Νίξον, επειδή του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για φοροδιαφυγή και δωροδοκία.
O Κίσινγκερ είναι υπεύθυνος:
Α. Για φρικαλεότητες στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη (1969–1973).
Β. Για τό πραξικόπημα στη Χιλή (1973).
Γ. Για τίς σφαγές στο Μπαγκλαντές (1971).
Δ. Για τήν εισβολή τής Τουρκίας στην Κύπρο.
Ε. Για τήν οργάνωση και έγκριση τής εισβολή τής Ινδονησίας στο Ανατολικό Τιμόρ.
Ζ. Για τόν Συντονισμό τής επιχείρησης «Κόνδωρ» στην Λατινική Αμερική (1975–1990).
Η. Υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις ότι ο Κίσινγκερ διευκόλυνε παράνομες δραστηριότητες τών ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών· γι’ αυτό το Ισραήλ εξήγαγε μεγάλες ποσότητες όπλων στην Λατινική Αμερική κατά τη διάρκεια τής επιχείρησης «Κόνδωρ». Είχε στενές και κρυφές επαφές με τήν Γκόλντα Μέιρ, τόν Γιτσάκ Ράμπιν και τόν Μοσέ Νταγιάν. Ο Κίσινγκερ θεωρείται υπεύθυνος για τήν ενσωμάτωση τών ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών στην επίσημη αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι δικτατορικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα (1967–1974) ήταν παράνομες και υποκινούμενες από άτομα ευτελούς αξίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι δικαστές στο Διεθνές Δικαστήριο τά γνωρίζουν αυτά και δεν θα δεχθούν τήν υποκριτική επιχειρηματολογία τής Τουρκίας.
Ζ. Είναι πάντως αλήθεια ότι όπως κι αν προσεγγίσουμε το ζήτημα της Συνθήκης των Εγγυητριών Δυνάμεων, η συνθήκη έχει εκ των πραγμάτων καταλυθεί και ο ελληνικός, ο ελληνοκυπριακός και ο τουρκοκυπριακός λαός αξίζουν καλύτερη τύχη.
Η νόμιμη ενέργεια, λοιπόν, είναι η Ελλάδα και η Κύπρος να φέρουν από κοινού το ζήτημα ενώπιον τού Διεθνούς Δικαστηρίου. Τό Δικαστήριο θα κρίνει ότι η συνθήκη δεν είναι πλέον έγκυρη, επειδή ένας εκ τών συμβαλλομένων τήν παραβιάζει 50 συνεχόμενα χρόνια και επιδιώκει απροκάλυπτα ανεξάρτητο Τουρκοκυπριακό κράτος. Μία τέτοια απόφαση θα αφαιρούσε τό τελευταίο νομικό εμπόδιο για τήν ένωση και θα επαναβεβαίωνε τό δικαίωμα τού κυπριακού λαού να ασκήσει τό δικαίωμα αυτοδιάθεσης σύμφωνα με τό άρθρο Art. 1(2) τού Χάρτη τών Ηνωμένων Εθνών.
4. Διάλυση τής Κυπριακής Δημοκρατίας
Μετά τίς συνταγματικές και διεθνείς διευθετήσεις, η Κυπριακή Δημοκρατία διαλύεται με πράξη τού κοινοβουλίου της, μεταβιβάζοντας όλα τά κυριαρχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις στην Ελληνική Δημοκρατία. Όλοι οι Κύπριοι πολίτες θα αποκτούσαν αυτομάτως τήν ελληνική ιθαγένεια.
Αυτό θα αντανακλά τόν νομικό μηχανισμό που χρησιμοποιήθηκε από τήν Ανατολική Γερμανία τό 1990, όπου η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία προσχώρησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία βάσει τού Art. 23 GG, αντί να δημιουργηθεί νέο κράτος. Η Ελλάδα θα παραμείνει η συνεχής οντότητα τού διεθνούς δικαίου, διευρυμένο εδαφικά ώστε να περιλαμβάνει τήν Κύπρο.
5. Επαναδιαπραγμάτευση τών Βρετανικών Βάσεων
Η ενοποίηση απαιτεί τήν επανεξέταση τής Συνθήκης Εγκαθίδρυσης τού 1960, η οποία παραχώρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο δύο Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων—Ακρωτήρι και Δεκέλεια. Δεδομένου ότι η πολιτική πραγματικότητα τού νησιού θα έχει αλλάξει, η Ελλάδα, ως τό συνεχές κράτος, θα μπορέσει να επιδιώξει νόμιμα τήν επαναδιαπραγμάτευση τών όρων αυτών τών βάσεων, είτε μέσω ρυθμίσεων αμοιβαίας άμυνας εντός τού ΝΑΤΟ είτε μέσω σταδιακής ανάκτησης δικαιοδοσίας. Στόχος δεν είναι η αντιπαράθεση αλλά ο επανακαθορισμός, ώστε οι βάσεις να μην συμβολίζουν πλέον εξάρτηση αλλά συνεργασία.
6. Συνέχεια τής Συμμετοχής τής Ελλάδας στους Διεθνείς Οργανισμούς
Επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία θα προσχωρήσει στην Ελλάδα και δεν θα συγχωνευθεί ως ισότιμος εταίρος, η Ελλάδα θα διατηρήσει τίς υφιστάμενες έδρες της στα Ηνωμένα Έθνη, τήν Ευρωπαϊκή Ένωση και τό ΝΑΤΟ. Η ενοποίηση θα αναγνωρισθεί διεθνώς ως εσωτερική διεύρυνση υφιστάμενου κράτους-μέλους, ακριβώς όπως στην περίπτωση τής Γερμανίας. Αυτό διασφαλίζει θεσμική συνέχεια και αποτρέπει διπλωματικές αναταράξεις.
7. Συμπερίληψη τού Κατεχόμενου Τμήματος
Τέλος, τό κατεχόμενο βόρειο τμήμα τής Κύπρου αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο μέρος τού ενιαίου κράτους. Νομικά, η Κυπριακή Δημοκρατία ήδη διατηρεί κυριαρχία επί ολόκληρου τού νησιού, και μία απόφαση τού Διεθνούς Δικαστηρίου (ICJ) θα ενισχύσει αυτή τήν θέση. Με τήν ενοποίηση, η Ελληνική Δημοκρατία θα κληρονομήσει τά ίδια νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με τελική αποκατάσταση τής πλήρους διοίκησης σύμφωνα με τό διεθνές δίκαιο.
Συμπέρασμα
Η ένωση μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου δεν δημιουργεί ένα νέο έθνος αλλά αποκαθιστά τήν πολιτική συνοχή ενός λαού που είναι ήδη ενωμένος μέσω γλώσσας, ιστορίας, παραδόσεων και πίστης. Η εμπειρία τής Γερμανίας δείχνει ότι η ενότητα που επιτυγχάνεται μέσω τής νομιμότητας, τής δημοκρατίας και τής συναίνεσης διαρκεί. Τό συνταγματικό πρότυπο τού Αρθρου 23 τού Γερμανικού Συντάγματος, η άρση τού κωλύματος που θέτει τό Αρθρο 186 τού Κυπριακού Συντάγματος, και η αδιαπραγμάτευτη αρχή τής αυτοδιάθεσης κατά το Αρθορ 1(2) τού Χάρτη τών Ηνωμένων Εθνών παρέχουν από κοινού τό πλαίσιο για νόμιμη και ειρηνική ενοποίηση.
Μέσω συνταγματικής αναθεώρησης, δημοψηφισμάτων, διεθνούς δικαστικής επίλυσης και διπλωματικής διαπραγμάτευσης, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν νόμιμα και ειρηνικά να επιτύχουν τήν ενότητα που η ιστορία έχει επί μακρόν αναβάλει. Η ένωσή τους δεν θα εξαφανίσει τίς ιδομορφίες αλλά θα ολοκληρώσει τήν συνέχεια του Ελληνισμού—μια φυσική ολοκλήρωση.
The 1915 British offer of Cyprus to Greece (and why Greece declined).
What happened:
In October 1915, as World War I widened and Serbia was under attack (after Bulgaria entered the war), British Foreign Secretary Edward Grey authorized an offer to cede Cyprus to Greece if Greece would enter the war on the Allied side (effectively, come to Serbia’s aid). The offer was conveyed in Athens by the British minister Sir Francis Elliot. Prime Minister Eleftherios Venizelos favored accepting; King Constantine I—committed to neutrality—refused, so Greece declined and the offer lapsed.
The fact that Greece and Cyprus are set to unite is not a gesture of reconciliation but a declaration of continuity. The idea of Enosis—union—has long lingered in the collective consciousness of both peoples, who share the same language, faith, and heritage. Their unity will not heal a rift but complete a natural arc of history that was interrupted by colonialism, occupation, and geopolitical circumstance. To understand both the magnitude and the mechanics of such a union, one may turn to the example of Germany—a nation that, despite decades of political separation, achieved national integration through peaceful and deliberate means.
Germany’s reunification in 1990 stands as a precedent because they too were divided by external forces despite internal sameness. After the Second World War, Germany was partitioned into East and West, two states reflecting competing ideologies. Yet the cultural and linguistic unity of the German nation never ceased to exist. When the Berlin Wall fell, it signaled the restoration of political coherence to a people who, in essence, had remained one.
For Greece and Cyprus, the journey resembles this process—not in motivation but in method. It involves political coordination, constitutional design, and international diplomacy within the framework of shared European membership. The objective is to translate a cultural and historical fact into a political entity.
The Path Toward Unification
Since Greece and Cyprus are set to unite, the process is to be legally rigorous, diplomatically assertive, and historically conscious. The steps are clear, though demanding.
1. Constitutional Amendments in Both Countries
The first requirement is constitutional reform. Both the Hellenic Constitution and the Constitution of the Republic of Cyprus need amendments to permit a single sovereign structure.
In Greece’s case, Article 27 requires that any alteration of national territory be approved by Parliament, and Article 28 governs the country’s participation in supranational organizations. To model the legal pathway, one may refer to Article 23 of the German Basic Law (Grundgesetz, hereafter GG), which allowed the Federal Republic of Germany to extend its constitutional order to other German territories that desired accession. Under that article, the German Democratic Republic (East Germany) entered the Federal Republic without creating a new state; the existing one merely expanded [Art. 23 GG]. That is, Greece is about to promptly pass a constitutional amendment similar to Article 23 of the German Constitution.
Cyprus is set to remove or supersede Article 186 of its Constitution, which explicitly forbids “the integral or partial union of Cyprus with any other State” [Art. 186 Cyprus Const.]. This provision, introduced under the 1960 constitutional framework, was meant to preserve independence under the Treaty of Guarantee. Yet Turkey’s 1974 invasion and continued occupation constitute a grave breach of that very treaty. Cyprus can therefore argue before the International Court of Justice (ICJ) that Article 186 has lost its binding force because its foundation— the preservation of sovereignty and territorial integrity—has been violated by one of the guarantor powers itself.
Once this obstacle is lifted through judicial and constitutional revision, both countries could draft enabling amendments providing for a single polity under the Hellenic Republic, with administrative autonomy for Cyprus within a unified state.
2. Dual Referenda and the Right of Self-Determination
Democracy must consecrate unity. Separate referenda in Greece and Cyprus αρε required to express the peoples’ sovereign will. These plebiscites would affirm that unification arises from free choice, not external imposition.
Article 1(2) of the Charter of the United Nations: “To develop friendly relations among nations based on respect for the principle of equal rights and self-determination of peoples, and to take other appropriate measures to strengthen universal peace.” [Art. 1(2) UN Charter]
This principle grants every people the right to determine their political status and to pursue their development. For the Greek people of Cyprus, including genuine Turkish Cypriots— sharing an unbroken linguistic, cultural, and national identity with Greece— self-determination means the right to freely choose political union with the motherland.
In this sense, unification does not contravene international law but fulfills it. It transforms an existing cultural unity into constitutional reality, exactly as Germany did when East and West Germans expressed their will through free parliamentary and popular votes in 1990.
3. The Treaty of Guarantee and the International Court
The 1960 Treaty of Guarantee, signed by Greece, Turkey, and the United Kingdom, sought to protect Cyprus’s independence and territorial integrity. However, Article I of that treaty forbids any of the guarantor powers from promoting partition or union. By maintaining a military occupation of Northern Cyprus for half a century, Turkey has materially violated this obligation, thereby nullifying the treaty through breach.
The hypocritical claim by Turkey that it invaded Cyprus because Greece first violated the Treaty by attempting a coup to achieve Union with Greece does not withstand logic, because it is well known that the United States orchestrated the military coup in Athens—under the watchful supervision of Kissinger—an individual severely maimed in ethical terms— precisely to partition Cyprus. The Greek pseudo-government of the dictators was not legitimate. Both Nixon and Kissinger were globally known for their wretched moral standing of lowlifes.
The Watergate scandal forced Nixon to resign to avoid prison and disgrace, or even his own assassination. It was the first time—and so far the last—an acting U.S. president resigned.
Vice President under Nixon, Spiro Agnew, also resigned a year before Nixon did because he was charged with tax evasion and bribery.
Kissinger is responsible for:
A. Atrocities in Vietnam and Cambodia (1969–1973).
B. The coup in Chile (1973).
C. For the massacres in Bangladesh (1971).
D. Turkey’s invasion of Cyprus.
E. Organizing and approving Indonesia’s invasion of East Timor.
F. The coordination of Operation Condor in Latin America (1975–1990).
G. There is irrefutable evidence that Kissinger facilitated illegal activities of Israeli intelligence services; hence Israel exported large quantities of weapons to Latin America during Operation Condor. He had close and secret contacts with Golda Meir, Yitzhak Rabin, and Moshe Dayan. Kissinger is regarded as responsible for integrating Israeli intelligence into official U.S. foreign policy.
The conclusion is that the dictatorial governments in Greece (1967–1974) were illegal and instigated by people of paltry worth in the United States, and the judges at the International Court are aware of these facts and will not accept Turkey’s hypocritical argumentation.
F. It is true though that however we approach the issue of the Treaty of the Guarantor Powers, the treaty has, in effect, been nullified, and the Greek, Greek Cypriot, and Turkish Cypriot peoples deserve a better future.
The lawful response, then, is for Greece and Cyprus jointly to bring the matter before the International Court of Justice. The Court will determine that the treaty is no longer valid because one of its signatories has persistently violated it for 50 consecutive years. Such a ruling will remove the final legal barrier to unification and reaffirm the right of the Cypriot people to exercise self-determination under Art. 1(2) of the UN Charter.
4. Dissolution of the Republic of Cyprus
Following the constitutional and international adjustments, the Republic of Cyprus ςιλλ dissolve by act of its parliament, transferring all sovereign rights and obligations to the Hellenic Republic. All Cypriot citizens wιλλ automatically acquire Greek citizenship.
This will mirror the legal mechanism used by East Germany in 1990, where the German Democratic Republic acceded to the Federal Republic under Art. 23 GG, rather than creating a new entity. Greece will remain the continuous entity with regard to international law, enlarged territorially to include Cyprus.
5. Renegotiation of the British Bases
Unification requireσ revisiting the 1960 Treaty of Establishment, which granted Britain two Sovereign Base Areas—Akrotiri and Dhekelia. Since the political reality of the island will have changed, Greece, as the continuing state, could legitimately seek to renegotiate the terms of these bases, either by mutual defense arrangements within NATO or by gradual reclamation of jurisdiction. The goal would not be confrontation but redefinition, ensuring that the bases no longer symbolize dependency but cooperation.
6. Continuity of Greece’s International Memberships
Because the Republic of Cyprus wιλλ accede to Greece, not merge as an equal partner, Greece wιλλ retain its existing seats in the United Nations, European Union, and NATO. The unification wιλλ be recognized internationally as an internal enlargement of an existing member state, exactly as in Germany’s case. This ensures institutional continuity and prevents diplomatic disruption.
7. Inclusion of the Occupied Territory
Finally, the occupied northern part of Cyprus is treated as an inseparable part of the unified state. Legally, the Republic of Cyprus already retains sovereignty over the whole island, and a ruling from the ICJ will strengthen this position. Upon unification, the Hellenic Republic will inherit the same legal rights and responsibilities, with eventual restoration of full administration according to international law.
Conclusion
A union between Greece and Cyprus does not create a new nation but restores political coherence to a people already united by language, history, traditions, and faith. Germany’s experience demonstrates that unity achieved through legality, democracy, and consent endures. The constitutional paradigm of Art. 23 GG, the rectification of Art. 186 of the Cypriot Constitution, and the universal principle of self-determination under Art. 1(2) of the UN Charter together provide the framework for lawful and peaceful unification.
Through constitutional amendment, referenda, international adjudication, and diplomatic negotiation, Greece and Cyprus can lawfully and peacefully achieve the unity that history has long postponed. Their union will not erase peculiarities but complete the continuity of Hellenism—a natural continuity.